- δοκείτω
- δοκέωexpectpres imperat act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατρεπτικός — διατρεπτικός, ή, όν (Α) αποτρεπτικός, μεταπειστικός («ἔστω και δοκείτω διατρεπτικὸς εἶναι λόγος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
καραδοκείτω — καρᾱδοκείτω , καραδοκέω wait for the outcome of pres imperat act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)